χορταριάζω

χορταριάζω
Ν [χορτάρι]
1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη
2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα
3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χορταριάζω — χορταριάζω, χορτάριασα, χορταριασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χορταριάζω — χορτάριασα, χορταριασμένος, βγάζω χορτάρια, γεμίζω χορτάρια: Η αυλή μας χορτάριασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκχιλούμαι — ἐκχιλοῡμαι ( όομαι) (Α) σκεπάζομαι από χόρτα, χορταριάζω …   Dictionary of Greek

  • ξεχορταριάζω — ξεριζώνω τα άγρια και άχρηστα χορτάρια από καλλιεργήσιμη γη, βοτανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + χορταριάζω] …   Dictionary of Greek

  • χορταρίζω — Ν [χορτάρι] 1. χορταριάζω 2. ξεριζώνω χόρτα, ξεχορταριάζω …   Dictionary of Greek

  • χορταριαστός — ή, ό, Ν [χορταριάζω] καλυμμένος από χόρτα …   Dictionary of Greek

  • χλοάζω — και χλοΐζω είμαι ή γίνομαι χλοερός, χορταριάζω, πρασινίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”